- υαλόφρακτος
- camlı, camekanlı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
υαλόφρακτος — και υαλόφραχτος, η, ο, Ν 1. (για χώρο) αυτός που περικλείεται από υαλοπίνακες 2. το ουδ. ως ουσ. το υαλόφρακτο το τζαμωτό, η τζαμαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + φρακτός (< φράζω), πρβλ. σιδερό φρακτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… … Dictionary of Greek